τερατόλιθος

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο πυριτικό αργύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + λίθος.