τερψίνοος

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερψίνοος Medium diacritics: τερψίνοος Low diacritics: τερψίνοος Capitals: ΤΕΡΨΙΝΟΟΣ
Transliteration A: terpsínoos Transliteration B: terpsinoos Transliteration C: terpsinoos Beta Code: teryi/noos

English (LSJ)

[ῐ], ον, heart-gladdening, φόρμιγξ AP9.505(2).

German (Pape)

[Seite 1095] das Herz erfreuend, φόρμιγξ, Ep. (IX, 505, 2).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui charme ou réjouit le cœur.
Étymologie: τέρπω, νοῦς.

Russian (Dvoretsky)

τερψίνοος: (ῐ) радующий душу (φόρμιγξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τερψίνοος: [ῐ], -ον, ὁ τέρπων τὸν νοῦν, ὁ πληρῶν τὴν καρδίαν τέρψεως, φόρμιγξ Ἀνθ. Π. 9. 505 (2).

Greek Monotonic

τερψίνοος: [ῐ], -ον, αυτός που γεμίζει την καρδιά με χαρά, σε Ανθ.