τετράρρυγχος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος κεστωδών πλατυελμίνθων σκωλήκων που φέρουν στην κεφαλή τέσσερεις ρυγχοειδείς προβοσκίδες με αγκάθια και ζουν στον εντερικό σωλήνα του καρχαρία ή της νάρκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrarhynchus < τετρ(α)- + ῥύγχος.