τεύχημα

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεύχημα Medium diacritics: τεύχημα Low diacritics: τεύχημα Capitals: ΤΕΥΧΗΜΑ
Transliteration A: teúchēma Transliteration B: teuchēma Transliteration C: teychima Beta Code: teu/xhma

English (LSJ)

-ατος, τό, fabric, A.Fr.375 codd.Sch.E. (τέχνημα Nauck).

Greek (Liddell-Scott)

τεύχημα: τό, κατασκεύασμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 425.

Greek Monolingual

τὸ, Α
κατασκεύασμα, δημιούργημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί είτε < τεῦχος + κατάλ. -ημα (πρβλ. λέσχη: λέσχ-ημα) είτε < αμάρτυρο ρ. τευχῶ (πρβλ. παρακμ. τετευχῆσθαι)].