τεῖον

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεῖον Medium diacritics: τεῖον Low diacritics: τείον Capitals: ΤΕΙΟΝ
Transliteration A: teîon Transliteration B: teion Transliteration C: teion Beta Code: tei=on

English (LSJ)

ποῖον, Κρῆτες, Hsch.: cf. ὀτεῖος (q.v.) and τέουτος (v. τοιοῦτος). τεῖος, v. τέως sub fin. τείρεα, τείρεσιν, τείρεσσιν, v. τέρας.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ποῖον, Κρῆτες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κτητ. τ. του ποῖον (πρβλ. ὀτεῖος: ὁποῖος) σχηματισμένος από τους τ.: γεν. τέο, δοτ. τεῳ της αντων. τίς].