τηθύς
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
-ύος, η, ΝΑ
νεοελλ.
1. οπισθογράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας τηθυΐδες
2. γένος σπόγγων με σφαιρική μορφή
3. ως κύριο όν. η Τηθύς
α) (γεωλ.-γεωγρ.) υποθετική μεγάλη κεντρική θάλασσα που χώριζε τις δύο μεγάλες ηπειρωτικές μάζες κατά τον παλαιοζωικό αιώνα
β) αστρον. ο τρίτος δορυφόρος του πλανήτη Κρόνου
αρχ.
1. ως κύριο όν. κόρη του Ουρανού και της Γαίας, σύζυγος του Ωκεανού («Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα Τηθύν», Ομ. Ιλ.)
2. η θάλασσα («καὶ Τηθύος ἔσχατον ὓδωρ», Ορφ. Αργ.)
3. η τροφός («τὴν Τηθὺν εἶναι Ἶσιν, ὡς τιθηνουμένην πάντα καὶ συνεκτρέφουσαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η ονομ. της θεότητας έχει προέλθει από τη λ. τῆθος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «γαστερόποδο μαλάκιο» είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tethys].
Russian (Dvoretsky)
τηθύς: ύος ἡ Тефия (дочь Урана и Геи, жена Океана, мать Океанид и речных божеств) Hom., Hes. etc.