Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Full diacritics: τῐθηνία | Medium diacritics: τιθηνία | Low diacritics: τιθηνία | Capitals: ΤΙΘΗΝΙΑ |
Transliteration A: tithēnía | Transliteration B: tithēnia | Transliteration C: tithinia | Beta Code: tiqhni/a |
ἡ, = τιθήνησις, LXX 4 Ma.16.7 (pl.).
[Seite 1113] ἡ, Pflege, Wartung, Sp.
τῐθηνία: ἡ, = τιθήνησις, Ἰωσήπ. Μακκ. 16.
και τιθηνεία και ιων. τ. τιθηνείη, ἡ, Α τιθηνῶ
1. ανατροφή
2. (ειδικότερα) θηλασμός.