τουτῶθεν
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
Adv. thence, Theoc.4.48.
German (Pape)
[Seite 1132] adv., von dorther, Theocr. 4, 48.
French (Bailly abrégé)
adv.
de là.
Étymologie: dor., cf. τουτόθεν.
Russian (Dvoretsky)
τουτῶθεν: adv. дор. отсюда Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
τουτῶθεν: Ἐπίρρ., ἐντεῦθεν, Θεόκρ. 4. 48.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ἐντεῦθεν, από εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουτῶ + επιρρμ. κατάλ. -θεν (βλ. λ. -θε), πρβλ. τηνῶ-θεν].