τρίθρονος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1143] ον, dreisitzig, dreithronig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
τρίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς θρόνους, τρίθρονον φῶς, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Καισαρ. Διάλ. 1. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που έχει τρεις θρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + θρόνος(Ι), πρβλ. δίθρονος].