τρίθρονος

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

German (Pape)

[Seite 1143] ον, dreisitzig, dreithronig, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

τρίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς θρόνους, τρίθρονον φῶς, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Καισαρ. Διάλ. 1. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που έχει τρεις θρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + θρόνος(Ι), πρβλ. δίθρονος].