τρίλεπτος

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει διάρκεια τριών λεπτών της ώρας
2. αυτός που έχει αξία τριών λεπτών της δραχμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -λεπτος (< λεπτό), πρβλ. πεντάλεπτος].