πολυλιτάνευτος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, Glossaria on πολύλλιστος, Sch.Od.5.445, etc.
Greek (Liddell-Scott)
πολυλῐτάνευτος: -ον, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ πολύλλιστος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Θ. 445, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύλλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + λιτανευτός (< λιτανευω), πρβλ. ευλιτάνευτος].