τραβέρσα
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
η, Ν
1. ναυτ. ξύλινη δοκός ή σιδερένια ράβδος η οποία τοποθετείται συνήθως κάτω από το κατάστρωμα και είναι κάθετη προς τον διαμήκη άξονα του πλοίου
2. τεχνολ. στρωτήρας σιδηροδρομικής γραμμής
3. αρχιτ. δοκός από ξύλο, από μέταλλο ή από σκυρόδεμα η οποία συνδέει δύο δομικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversa «δοκάρι»].