διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: τραγημάτιον | Medium diacritics: τραγημάτιον | Low diacritics: τραγημάτιον | Capitals: ΤΡΑΓΗΜΑΤΙΟΝ |
Transliteration A: tragēmátion | Transliteration B: tragēmation | Transliteration C: tragimation | Beta Code: traghma/tion |
[μᾰ], τό, Dim. of τράγημα, PMich.Teb.123vv21 (i A. D., pl.).
τρᾰγημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τράγημα, Ἱέρων.
τὸ, Α τράγημα, τραγήματος]
υποκορ. του τράγημα.