τριετηρικός
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
English (LSJ)
τριετηρική, τριετηρικόν, belonging to a τριετηρίς, παντέλεια Plu.2.671d; ἀγῶνες τ. IG5(1).662.6 (Laconia), cf. POxy.2105.3 (ii A. D.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
triennal.
Étymologie: τριετηρίς.
Russian (Dvoretsky)
τριετηρικός: справляемый каждое трехлетие (παντέλεια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τριετηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τριετηρίδα, Πλούτ. 2.671D, Συλλ. Ἐπιγρ. 1420. 2) ὁ κατὰ τριετίαν γινόμενος, ἐπὶ παρεμβολῆς ἐμβολίμων ἡμερῶν, Lewis Astr. of Anc. σ. 115· - ἐπὶ ἀγώνων, ἀγῶνας πενταετηρικοὺς καὶ τριετηρικοὺς Ἐπιγραφ. Σπάρτη; παρὰ Boeckk. τ. 1, σ. 677, ἀριθμ. 1420, 6.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τριετηρίς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μια τριετηρίδα
2. (για παρεμβολή εμβόλιμων ημερών) αυτός που γίνεται ανά τριετία.