τριφανής
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
Greek (Liddell-Scott)
τρῐφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος τριπλοῦς, Διόν. Ἀρεοπ. σ. 27.
Greek Monolingual
(I)
-ές, Α
αυτός που έχει τριπλή λάμψη, τριπλή αίγλη («τῆς... τοῦ ἀρχικοῦ κάλλους... τριφανοῦς θεωρίας», Δίον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- -φανής (< φαίνω), πρβλ. διαφανής].
(II)
ο, Ν
(ορυκτ.) άλλη ονομασία του ορυκτού σποδούμενο.
German (Pape)
ές, dreifach erscheinend, Dion.Areop.