τριχόφυλλος

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχόφυλλος Medium diacritics: τριχόφυλλος Low diacritics: τριχόφυλλος Capitals: ΤΡΙΧΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: trichóphyllos Transliteration B: trichophyllos Transliteration C: trichofyllos Beta Code: trixo/fullos

English (LSJ)

τριχόφυλλον,
A with leaves like hairs, of the pine tribe, Thphr. HP 3.9.4; of the crocus, ib.6.6.10.
II τριχόφυλλον, τό, a kind of seaweed, Cystoseira foeniculacea, ib.4.6.3.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα ὅμοια πρὸς τρίχας, ἐπὶ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὸ εἶδος τῆς πεύκης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 9, 4. ΙΙ. τριχόφυλλον, τό, εἶδος θαλασσίου φύκους, αὐτόθι 4. 6, 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για δένδρα που ανήκουν στα κωνοφόρα) αυτός που έχει φύλλα όμοια με τρίχες, που τα φύλλα του είναι τόσο λεπτά όσο οι τρίχες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχόφυλλον
είδος θαλάσσιου φύκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. σαρκόφυλλος].

German (Pape)

haarblätterig, mit haarfeinen Blättern, Theophr.