τροπήϊον
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
τό, Ion. for τροπεῖον, press, Hippon.57; cf. τραπέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ιων. τ. πιεστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τον ίων. τ. ενός αμάρτυρου τροπεῖον, σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας trep- του ρ. τραπῶ «πατώ σταφύλια» (βλ. και λ. τραπῶ) με επίθημα -εῖον (πρβλ. σχολεῖον)].
German (Pape)
τό, ion. statt τροπεῖον, die Kelter, Hippon. frg. 42 bei Poll. 10.75, wo man τραπήϊον vermutet, von τραπέω.