τροφεία

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφεία Medium diacritics: τροφεία Low diacritics: τροφεία Capitals: ΤΡΟΦΕΙΑ
Transliteration A: tropheía Transliteration B: tropheia Transliteration C: trofeia Beta Code: trofei/a

English (LSJ)

ἡ, service as wet nurse, BGU1058.14, 1106.35, al. (i B. C.).

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α τροφεύω
η υπηρεσία και το επάγγελμα της τροφού.
(II)
τα / τροφεῖα, ΝΑ, και σπάν. τ. εν. τροφεῖον, τὸ, Α
αμοιβή, συνήθως χρηματική, που δίνεται στον τροφέα ή στην τροφό
νεοελλ.
τα έξοδα διατροφής
αρχ.
1. φορβή ζώων
2. (στον εν.) α) ο τόπος όπου ζει κανείς
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκάλουν δὲ οἱ Ἀττικοὶ τὸ ὑφ' ἡμῶν λεγόμενον ὀρνίθων τροφεῖον, οἰκίσκον»
3. φρ. «βίου τροφεῖα» — τα αναγκαία για τη ζωή (Σοφ.)
β) (στην ποίηση) «τροφεῖα ματρὸς» — το μητρικό γάλα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το τροφεύς, παρά με το ρ. τροφεύω.