τσιτσίδι

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

Ν
επίρρ.
1. χωρίς κανένα ρούχο, εντελώς γυμνός
2. ως επίθ. τσίτσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιτσί + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. μουσκίδι)].