τσιτσίδι

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

Ν
επίρρ.
1. χωρίς κανένα ρούχο, εντελώς γυμνός
2. ως επίθ. τσίτσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιτσί + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. μουσκίδι)].