τυλάριον
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
English (LSJ)
τό, Dim. of τύλη, POxy.1159.24 (iii A. D.), Dura4155 (iii A. D.), Sammelb.7033.41 (v A. D.), PGrenf.2.111.34 (v/vi A. D.).
2 Dim. of τύλος II.4, Eutoc. ad Archim. iii p.70H.
Greek (Liddell-Scott)
τυλάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τύλη (3), Βυζ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
υποκορ. του τύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].