τυρίδιον
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
[ρῐ], τό, Dim. of τυρός, dub. cj. in Epich.92, D.L.6.36 (Cobet).
German (Pape)
[Seite 1164] τό, dim. von τυρός, Epicharm. bei Ath. IX, 366 c.
Russian (Dvoretsky)
τῡρίδιον: (ῐδ) τό сырок, кусочек сыра Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρίδιον: [ρῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ τυρός, Ἐπιχ. 56, Διογ. Λ. 6.36 (Cobet).
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. του τυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ὑδρίδιον)].