τυροφάγος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, cheese-eater, name of a mouse in Batr.223.
German (Pape)
[Seite 1165] ὁ, Käsefresser, Mäusename, Batrach. 226.
Greek Monolingual
-α, -ο / τυροφάγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
νεοελλ.-μσν.
(το θηλ. ως κύριο όν.) η Τυροφάγος
(ενν. εβδομάδα) η εβδομάδα μετά την Κυριακή της Αποκριάς κατά την οποία δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας να τρων κρέας, αλλά επιτρέπεται να τρων τυρί, γάλα, βούτυρο, αβγά και ψάρια, αλλ. Εβδομάδα Τυροφάγου ή Εβδομάδα Τυρινής
2. φρ. «η Κυριακή της Τυροφάγου» — η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, η αμέσως πριν από την Καθαρή Δευτέρα Κυριακή
νεοελλ.
αυτός που τρώει πολύ ή μόνον τυρί
αρχ.
(ως χαρακτηρισμός ποντικού) αυτός που τρώει τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -φάγος].