υγρώπις
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
-ώπιδος, ἡ, Μ
αυτή που έχει απαλό, τρυφερό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -ῶπις (θηλ. του -ωπος< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. γλαυκῶπις].