υδρογάστωρ

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

-ορός, ὁ, ἡ, Α
ο υδρωπικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. χειρογάστωρ].