υλοτόμηση
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
η, Ν
η κοπή δένδρων από το δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υλοτομώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑλοτόμησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ἑστία].