υπέρξηρος

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

-ον, Α ξηρός
ο υπέρμετρα ξηρός, κατάξηρος.