κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
ΜΑ ἀκμάζω
μσν.
1. έχω υπερβεί την ακμή της ηλικίας μου, έχουν περάσει τα νιάτα μου
2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία από κάτι («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῖς», Θεοφ.)
αρχ.
υπερτερώ σε ακμή, υπερέχω σε δύναμη.