υπερβατός

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπερβατός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπερβαίνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει
2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν
(γραμμ.-ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις της πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή συναποτελούν ενιαίο σύνολο, χωρίζονται και απομακρύνονται μεταξύ τους, με την παρεμβολή άλλων λέξεων, που είναι άσχετες ή, τουλάχιστον όχι τόσο συνδεδεμένες με αυτές, όπως λ.χ. στις φράσεις «με τη δική σου ήρθα στον κόσμο τη λατρεία» ή «μὴ λέγετε ὡς ὑφ' ἑνὸς τοιαῡτα πέπονθ' ἡ Ἑλλὰς ἀνθρωπου»
νεοελλ.
φρ. α) «υπερβατό διάστημα»
μουσ. κάθε διάστημα μεγαλύτερο του συνεχούς διαστήματος δευτέρας
β) «σχήμα υπερβατό» — το υπερβατό
αρχ.
1. αυτός που υπερβαίνει κάτι, που προχωρεί πιο πέρα από κάτι («τὰ δ' ἔστι καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα», Αισχύλ.)
2. ασυνήθιστος, παράξενος («ὑπερβατὰ ἐνύπνια», Αριστοτ.)
3. φρ. «νοήσεις ὑπερβαταί» — νοήματα που εκφέρονται σε αντίστροφες φράσεις (Διον. Αλ.).
επίρρ...
ὑπερβατῶς Α
1. σύντομα, εν παρόδω
2. αντίστροφη σειρά.