υπερδομή
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
Greek Monolingual
η, Ν
1. βιολ. κυτταρική δομή που μπορεί να παρατηρηθεί μόνο με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, αλλ. λεπτή δομή
2. τεχνολ. α) ανωδομή, υπερκατασκευή, δομή πάνω σε κατασκευασμένη εκ τών προτέρων βάση
β) το επάνω μέρος μιας κατασκευής
3. (κοινων.-φιλοσ.) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) το σύνολο που αποτελείται από το πολιτικό σύστημα και από το σύστημα τών νομικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών, εκπαιδευτικών κ.ά. θεσμών και ιδεών σε έναν δεδομένο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό, σύνολο το οποίο στηρίζεται σε μια αντίστοιχη οικονομική βάση ή υποδομή, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, από την οποία και προσδιορίζεται και της οποίας ανάκλαση αποτελεί, αλλ. εποικοδόμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + δομή. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρων, πρβλ. για μεν την βιολ. γαλλ. ultrastructure, για δε την τεχνολ. και κοινων.-φιλοσ. γαλλ. superstructure].