υπερεκλάμπω

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

Μ
1. εκπέμπω πολύ δυνατή λάμψη
2. επισκιάζω άλλα λαμπερά σώματα με τη λάμψη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐκλάμπω «ακτινοβολώ, αστράφτω»].