υπερμενής
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
Greek Monolingual
-ες, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Διός) κραταιότατος, παντοδύναμος.
επίρρ...
ὑπερμενέως Α
με κραταιότατο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μενής (< μένος), πρβλ. ἐμμενής].