υπερμενής
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
Greek Monolingual
-ες, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Διός) κραταιότατος, παντοδύναμος.
επίρρ...
ὑπερμενέως Α
με κραταιότατο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μενής (< μένος), πρβλ. ἐμμενής].