υπόθετο
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
το / ὑπόθετος, -ον, ΝΜΑ ὑποτίθημι
το ουδ. ως ουσ. το υπόθετο
ιατρ. φαρμακευτικό σκεύασμα σε σχήμα κυλίνδρου, κώνου ή σφαιριδίου που προορίζεται για εισαγωγή στον οργανισμό από το απευθυσμένο, όπου διαλύεται σιγά σιγά από τη θερμοκρασία του σώματος και απορροφάται
νεοελλ.
ιατρ. φαρμακευτικό σκεύασμα παρόμοιου σχήματος που προορίζεται για εισαγωγή στον κόλπο τών γυναικών για θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που τοποθετείται κάτω από κάποιον ή κάτι άλλο.