υπόθετο
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Greek Monolingual
το / ὑπόθετος, -ον, ΝΜΑ ὑποτίθημι
το ουδ. ως ουσ. το υπόθετο
ιατρ. φαρμακευτικό σκεύασμα σε σχήμα κυλίνδρου, κώνου ή σφαιριδίου που προορίζεται για εισαγωγή στον οργανισμό από το απευθυσμένο, όπου διαλύεται σιγά σιγά από τη θερμοκρασία του σώματος και απορροφάται
νεοελλ.
ιατρ. φαρμακευτικό σκεύασμα παρόμοιου σχήματος που προορίζεται για εισαγωγή στον κόλπο τών γυναικών για θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που τοποθετείται κάτω από κάποιον ή κάτι άλλο.