υπόμισθος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόμισθος, -ον, ΝΑ
μισθωτός
αρχ.
φρ. «ὑπόμισθον ἔργον» — έργο που εκτελείται με παροχή μισθού (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μισθός (πρβλ. ἔμμισθος)].