υστέρηση
Greek Monolingual
η / ὑστέρησις, -ήσεως, ΝΑ ὑστερῶ
νεοελλ.
1. καθυστέρηση
2. (τεχνολ.-φυσ.) μεσολάβηση σημαντικού χρονικού διαστήματος μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος ενός φαινομένου
2. φυσ. φαινόμενο κατά το οποίο οι ιδιότητες ενός συστήματος εξαρτώνται όχι μόνον από τις παραμέτρους που ισχύουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή αλλά και από την όλη προηγούμενη εξέλιξή του μέχρι τη χρονική αυτή στιγμή
3. βιολ. α) η καθυστέρηση του ενός από δύο συσχετιζόμενα φαινόμενα ή διαδικασίες
β) η καθυστέρηση της προσαρμογής μιας εξωτερικής μορφής στις εσωτερικές πιέσεις
4. φυσιολ. η μετρήσιμη διαφορά της τελικής μυϊκής τάσης που λαμβάνεται στη μονάδα μήκους του μυός μετά από βράχυνση ή επιμήκυνσή του
5) φρ. α) «μαγνητική υστέρηση»
φυσ. η μη αντιστρεπτή μεταβολή της μαγνήτισης ή της μαγνητικής επαγωγής ενός σιδηρομαγνητικού υλικού, όπως είναι ο σίδηρος, ή ενός σιδηριμαγνητικού υλικού, όπως είναι ορισμένοι φερρίτες, η οποία συνδέεται με τις μεταβολές ενός μαγνητίζοντος πεδίου
β) «ηλεκτρική υστέρηση»
φυσ. η μη αντιστρεπτή μεταβολή της διηλεκτρικής μετατόπισης ενός διηλεκτρικού υλικού, η οποία συνδέεται με τη μεταβολή ενός επιβαλλόμενου ηλεκτρικού πεδίου
γ) «βρόχος ηλεκτρικής υστέρησης»
φυσ. η κλειστή καμπύλη που περιγράφει τη μεταβολή της πόλωσης του διηλεκτρικού μέσου η οποία λαμβάνεται ως αποτέλεσμα ορισμένης κυκλικής μεταβολής του επιβαλλόμενου ηλεκτρικού πεδίου
β) «βρόχος μαγνητικής υστέρησης»
φυσ. η κλειστή καμπύλη που περιγράφει τη μεταβολή της μαγνήτισης ενός σιδηρομαγνητικού ή σιδηριμαγνητικού υλικού συναρτήσει τών κυκλικών μεταβολών ενός μαγνητίζοντος πεδίου
αρχ.
υστέρημα, έλλειψη.