ὑστέρησις
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ὑστέρημα (deficiency, need, want, shortcoming), Ev. Marc. 12.44, Ep. Phil. 4.11.
German (Pape)
ἡ, das Nachstehen, Zuspät-, Zukurzkommen, Sp., NT.
Russian (Dvoretsky)
ὑστέρησις: εως ἡ NT = ὑστέρημα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑστέρησις: ἡ, = τῷ προηγ., Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ιβ΄, 44, Δ΄ Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. δ΄, 11.
English (Strong)
from ὑστερέω; a falling short, i.e. (specially), penury: want.
English (Thayer)
ὑστερήσεως, ἡ (ὑστερέω), want, poverty: καθ' ὑστέρησιν, on account of want, κατά, II:3c. γ, p. 328b bottom). (Ecclesiastical writings.)
Greek Monotonic
ὑστέρησις: ἡ, = το προηγ., σε Καινή Διαθήκη
Chinese
原文音譯:Østšrhsij 虛士帖雷西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:缺少(著)
字義溯源:短缺,缺乏,不足,不足中,貧窮;源自(ὑστερέω)=趕不上,次等的),而 (ὑστερέω)出自(ὕστερος)=末後的), (ὕστερος)又出自(ὑπό)*=被)
出現次數:總共(2);可(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 缺乏(1) 腓4:11;
2) 不足中(1) 可12:44
French (New Testament)
εως (ἡ) besoin, pauvreté
ὑστερέω