φαιδρόομαι
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
Pass., beam with joy, X.Cyr.2.2.16.
Russian (Dvoretsky)
φαιδρόομαι: радоваться, веселиться Xen.
Greek (Liddell-Scott)
φαιδρόομαι: γίνομαι φαιδρός, λάμπω ἐκ τῆς χαρᾶς, ὁ Κῦρος ἰδὼν αὐτὸν φαιδρωθέντα Ξενοφ. Κύρου Παιδ. 2. 2. 16· πρβλ. φαιδρύνω.
Greek Monotonic
φαιδρόομαι: Παθ., λάμπω από χαρά, σε Ξεν.
Middle Liddell
φαιδρόομαι,
Pass. to beam with joy, Xen. [from φαιδρός