φαιδρόομαι

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρόομαι Medium diacritics: φαιδρόομαι Low diacritics: φαιδρόομαι Capitals: ΦΑΙΔΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: phaidróomai Transliteration B: phaidroomai Transliteration C: faidroomai Beta Code: faidro/omai

English (LSJ)

Pass., beam with joy, X.Cyr.2.2.16.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρόομαι: радоваться, веселиться Xen.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρόομαι: γίνομαι φαιδρός, λάμπω ἐκ τῆς χαρᾶς, ὁ Κῦρος ἰδὼν αὐτὸν φαιδρωθέντα Ξενοφ. Κύρου Παιδ. 2. 2. 16· πρβλ. φαιδρύνω.

Greek Monotonic

φαιδρόομαι: Παθ., λάμπω από χαρά, σε Ξεν.

Middle Liddell

φαιδρόομαι,
Pass. to beam with joy, Xen. [from φαιδρός