φαινότυπος
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
ο, Ν
1. βιολ. όλα τα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού, όπως είναι το σχήμα του, το μέγεθός του, ο χρωματισμός του και η συμπεριφορά του, αλλά και, γενικότερα, όλα τα μετρήσιμα φυσικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά του τα οποία προκύπτουν από την αλληλόδραση του γονοτύπου του, δηλαδή της συνολικής γενετικής του κληρονομιάς, με το περιβάλλον
2. ο κοινός τύπος μιας ομάδας όμοιων από φυσική άποψη οργανισμών, δηλαδή μιας ομάδας ατόμων που εκδηλώνουν τα ίδια φαινοτυπικά χαρακτηριστικά
3. (μικρβλ.) το σύνολο τών ανατομικών, φυσιολογικών και αντιγονικών χαρακτηριστικών που επιτρέπουν τον προσδιορισμό και την ταξινόμηση κάθε τύπου βακτηρίου ή ιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenotype < φαίνω + τύπος.