φανότης
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A brightness, clearness, Aristid.Or.43(1).24, Gal. UP10.1, Iamb.Comm.Math.34: metaph. in plural of words, αἱ φ. τῶν ὀνομάτων Phld.Po.2.45.
2 visible appearance, ἡ γνῶσις φ. [τοῦ γιγνωσκομένου] Dam.Pr.6.
German (Pape)
[Seite 1254] ητος, ἡ, Helle, Helligkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φᾱνότης: -ητος, ἡ λαμπρότης, φωτεινότης, διαύγεια, Ἀριστείδ. 1. 7· «ἄνθη... οἷς ἐλλάμπει φανότης λευκότητος» Εὐστ. Πονημ. 238, 20.
Greek Monolingual
-ότητος, ἡ, ΜΑ φανός (II)]
1. η ιδιότητα του φανού (II), λαμπρότητα, φωτεινότητα
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐνάργεια ἡ τῶν λόγων λευκότης καὶ φανότης».