φασματώδης
From LSJ
English (LSJ)
φασματῶδες, like a vision, Sch.Luc.Icar.init.
German (Pape)
[Seite 1258] ες, gespenstisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φασμᾰτώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς φάσμα, Εὐμάθ. 11. 4.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΜΑ φάσμα, -ατος]
1. όμοιος με φάσμα, με φάντασμα («σκιαὶ φασματώδεις», Μεθόδ.)
2. τερατώδης.