φενακόμαντις

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ, ἡ, betrügerischer Wahrsager, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

φενᾱκόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ψευδόμαντις, ψευδοπροφήτης, τοὺς διὰ πλυνῶν καὶ λεκανίδων φενακομάντεις Νικήτ. Χων. Ἱστ. σ. 218Α. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monolingual

-άντεως, ὁ, ἡ, Μ
απατηλός μάντης, ψευδοπροφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, -ακος + μάντις.