φερέπτολις
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
v. φερέπολις.
German (Pape)
[Seite 1261] ιος, ὁ, ἡ, poet. statt φερέπολις, Opp. Hal. 1, 197.
Greek (Liddell-Scott)
φερέπτολις: -ιος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ φερέπολις.
Greek Monolingual
-όλιος, ὁ, ἡ, Α
βλ. φερέπολις.