φερέπολις

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέπολις Medium diacritics: φερέπολις Low diacritics: φερέπολις Capitals: ΦΕΡΕΠΟΛΙΣ
Transliteration A: pherépolis Transliteration B: pherepolis Transliteration C: ferepolis Beta Code: fere/polis

English (LSJ)

ιος, ὁ, ἡ, upholding the city, Τύχη Pi.Fr.39; poet. also φερέπτολις, Opp.H.1.197, Nonn. D. 2.86, al.

German (Pape)

[Seite 1261] ιος, die Stadt, den Staat tragend, erhaltend, τύχη Pind. frg. 14. S. φερέπτολις.

Russian (Dvoretsky)

φερέπολις: ιος adj. поддерживающий существование города, хранящий государство (τύχη Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

φερέπολις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ σῴζων ἢ διαφυλάττων τὴν πόλιν, Τύχῃ Πινδ. Ἀποσπ. 14· ποιητ. ὡσαύτως φερέπτολις. Βασιλῆα φερέπτολιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 197· φεπέπτολιν Ἀτθίδα νύμφην Νόνν. Διονυσ. 2. 86.

English (Slater)

φερέπολις upholder of cities φερέπολις (sc. Τύχα) fr. 39.

Greek Monolingual

και φερέπτολις, -ιος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που διατηρεί την πόλη, το κράτος («φερέπολιν τῆς Ῥώμης [τύχην]», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλις / πτόλις (πρβλ. φιλό-πολις / -πτολις, φυγό-πολις / -πτολις)].