φερέπυρος

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πυρός «σίτος» (πρβλ. πολύπυρος)].