φιλάρχαιος

English (LSJ)

φιλάρχαιον, fond of what is old, fond of antiquity, Phld. Rh.1.157 S., Plu.2.1107e, Ath.3.126b: Rhet., old-fashioned, ἁρμονία D.H.Dem.36, al.

German (Pape)

[Seite 1275] od. φιλαρχαῖος, das Alte, das Alterthum liebend; Plut. adv. Colot. 1 Symp. 7, 4,1; Ath. III, 126 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. φιλαρχαῖος.

Russian (Dvoretsky)

φιλάρχαιος: или φιλαρχαῖος 2 любящий древность Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάρχαιος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ ἀρχαῖα, τὴν ἀρχαιότητα, Πλούτ. 2. 1107Ε, Ἀθήν. 126Β.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλάρχαιος, -ον, ΝΑ
αυτός που αγαπά την αρχαιότητα, τα αρχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀρχαῖος.