φιλέντολος
From LSJ
English (LSJ)
φιλέντολον, loving the commandments, CIG9904 (Jewish), Sammelb.1540 (v A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
φιλέντολος: φιλῶν τὰς ἐντολὰς τοῦ θεοῦ, Ἐπιγραφ. ἐπιτύμβ. Ἰουδαίου ἐν Ῥώμῃ, CIG. 9904, ἔτι Ἐπιγρ. Χριστιανῆς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, Ἀθηναίου τ. Γ΄, σ. 78.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τις εντολές του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -έντολος (< ἐντολή)].