φιλοψευδία
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
English (LSJ)
ἡ, propensity to lying, Hp. Ep.17.
German (Pape)
[Seite 1288] ἡ, = φιλοψεύδεια, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour du mensonge, habitude de mentir.
Étymologie: φιλοψευδής.
Russian (Dvoretsky)
φιλοψευδία: ἡ любовь ко лжи, лживость Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοψευδία: ἡ, ῥοπὴ πρὸς τὸ ψεύδεσθαι, ἀγάπη τοῦ ψεύδους, Ἱππ. 1283. 36, Πλούτ. 2. 61D.
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλοψευδής
η αγάπη προς το ψέμα.