φιλοψευδής

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοψευδής Medium diacritics: φιλοψευδής Low diacritics: φιλοψευδής Capitals: ΦΙΛΟΨΕΥΔΗΣ
Transliteration A: philopseudḗs Transliteration B: philopseudēs Transliteration C: filopsevdis Beta Code: filoyeudh/s

English (LSJ)

φιλοψευδές, fond of lies or fond of lying, Il. 12.164 ; παιδία Gal. Anim. Pass. 1.7 ; φ. φύσις, opp. φιλόσοφος, Pl. R. 485d ; name of a dialogue by Luc. ; τὸ φ., = φιλοψευδία (propensity to lying), Plu. 2.61d.

German (Pape)

[Seite 1288] ές, Lügen liebend, gern, gewöhnlich lügend, Il. 12, 164; Lügenfreund, Plat. Rep. VI, 485 d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime à mentir ; τὸ φιλοψευδές c. φιλοψευδία.
Étymologie: φίλος, ψεῦδος.

English (Autenrieth)

friend of lies, false, Il. 12.164†.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά το ψέμα, που του αρέσει να λέει ψέματα
αρχ.
τὸ φιλοψευδές
η φιλοψευδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ψευδής (< ψεῦδος), πρβλ. μισοψευδής].

Greek Monotonic

φῐλοψευδής: -ές, γεν. -έος, αυτός που αγαπά τα ψέματα ή να λέει ψέματα, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοψευδής: любящий ложь, лживый Hom., Plat.

Middle Liddell

φῐλοψευδής, ές
fond of lies or lying, Il., Plat.