φοινικέλαιο

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source

Greek Monolingual

το, Ν (βοτ.-βιομ. τροφ. τεχνολ.) α) φυτικό έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς του ελαιοφοίνικα και το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη σαπωνοποιία
β) το έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς του κοκοφοίνικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + έλαιο].