φοινικέλαιο

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source

Greek Monolingual

το, Ν (βοτ.-βιομ. τροφ. τεχνολ.) α) φυτικό έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς του ελαιοφοίνικα και το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη σαπωνοποιία
β) το έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς του κοκοφοίνικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + έλαιο].