φράξις
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A barricade, Aen.Tact.2.6.
II fencing in of an enclosure, BCH23.566 (Delph.).
III type of defensive armour, Afric.Cest.p.7V.
Greek Monolingual
και φάρξις, -εως, ἡ, Α
φραγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. φραξ- του ἔφραξα, αόρ. του φράζω (II)].