φρυγανίζω
From LSJ
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
gather firewood, Poll.7.142.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και φρυγανιάζω Ν φρύγανον
νεοελλ.
1. ψήνω φέτες ψωμί, κάνω φρυγανιές
2. (ως αμτβ. στον τ. φρυγανιάζω) ξηραίνομαι
μσν.-αρχ.
μαζεύω φρύγανα για καύση.